- προϋπορρίπτω
- Αρίχνω προηγουμένως κάτι κάτω από κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ὑπορρίπτω «ρίχνω από κάτω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek